- εύτομος
- εὔτομος, -ον (Α)1. (για σχέδιο πόλεως) αυτός που είναι καλά και κανονικά διαιρεμένος, καλά ρυμοτομημένος2. (για πολύτιμους λίθους) αυτός που είναι καλά κομμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τομος (< τόμος «τεμάχιο» < τέμνω), πρβλ. από-τομος, επί-τομος].
Dictionary of Greek. 2013.